Η αστική λαϊκή μουσική, όπως αυτή καταγράφηκε στη δισκογραφία από τις αρχές του 20ου αιώνα, είχε ως πρωταγωνιστή της ορχήστρας το μπουζούκι. Οι πρώτες του ηχογραφήσεις έγιναν στην Αμερική από Έλληνες μετανάστες και στην συνέχεια, στην εποχή του μεσοπολέμου και ειδικά μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, ξεκίνησαν να γίνονται και στην Ελλάδα.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η κομπανία του ήταν οι πρώτοι που ηχογράφησαν μπουζούκια στην Ελλάδα. Κάποια στιγμή το όργανο και η κουλτούρα του κυριάρχησαν στις λαϊκές τάξεις, αλλά ταυτόχρονα εκδιώχθηκαν από την επίσημη πολιτεία και απαξιώθηκαν από την μεσοαστική τάξη και τους ανθρώπουςτης «υψηλής τέχνης» ως η μουσική των περιθωριακών και των «χασικλίδων».
Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και η ισοπέδωση που προκάλεσε στην κοινωνία και τις κοινωνικές τάξεις, ανέδειξε αυτό το λαϊκό τραγούδι (το ρεμπέτικο όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκε τότε) ως μια στέγη που αγκάλιασε τον μέσο Έλληνα και έγινε η παρηγοριά του. Μέχρι τα μέσα τις δεκαετίας του ’50 το μπουζούκι έζησε στιγμές πολύ μεγάλης αναγνώρισης και καταξίωσης σε όλο το φάσμα της κοινωνίας.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και ειδικά από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 μπαίνει στις ορχήστρες σπουδαγμένων μουσικών (Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Ξαρχάκος και πολλών άλλων) οι όποιοι βοηθιούνται από την δυναμική του οργάνου και έτσι τα τραγούδια τους αγαπιούνται πολύ από τον κόσμο. Στην ουσία όμως το βοηθούν στην παγκόσμια αναγνώριση του ως σήμα κατατεθέν της Ελληνικής μουσικής.
Κάπως έτσι όμως στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές του ‘70, ταυτόχρονα με τις ευλογίες του τότε καθεστώτος, το μπουζούκι γίνεται τουριστική ατραξιόν, συνώνυμο του Ελληνικού ήλιου, των διακοπών στα νησιά, τζατζίκι, mouzaka και άλλα, που μάλλον ευτελίζουν την παρουσία του.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 ξαναβρίσκει την ισορροπία του μια και πολλές εξαιρετικές δημιουργίες συνθετών το έχουν ως πρωταγωνιστή. Την εποχή της μεταπολίτευσης και μέχρι τις αρχές του ’80 θα βρούμε στην δισκογραφία πολλές ενδιαφέρουσες «καταθέσεις». Από εκεί και μετά αρχίζει μια περίοδος ξενομανίας στην Ελλάδα με συνέπεια το μπουζούκι συνεχώς να χάνει τον ρόλο του.
Η Θεσσαλονίκη, μαζί με τις άλλες μεγάλες πόλεις – λιμάνια (Πειραιάς, Αθήνα, Βόλος, Πάτρα, Σύρος κλπ) έπαιξε πάντοτε έναν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη αυτού του οργάνου. Στη Θεσσαλονίκη έγραψε πολλές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ο Βασίλης Τσιτσάνης. Στη Θεσσαλονίκη έβρισκαν καταφύγιο οι κυνηγημένοι ρεμπέτες της Αθήνας.
Στη Θεσσαλονίκη γεννήθηκαν ο Σταύρος Κουγιουμτζής και ο Νίκος Παπάζογλου, οι οποίοι άφησαν παρακαταθήκη υπέροχα τραγούδια με πρωταγωνιστή το μπουζούκι.
Οι ταβέρνες της Θεσσαλονίκης έχουν κι αυτές την ιστορία τους. Αποτελούσαν πάντοτε πόλο έλξης για ντόπιουςκαι επισκέπτες. Η ταβέρνα αποτέλεσε το κύτταρο ανάπτυξης της λαϊκής μουσικής. Εκεί συνήθως γεννιούνταν τα τραγούδια, εκεί οι παρέες μοιράζονταν την καθημερινότητά τους. Έπαιζαν και τραγουδούσαν όλοι μαζί, καλλιτέχνες και θαμώνες, τα αγαπημένα τους τραγούδια. Κοινό γνώρισμα των τραγουδιών αυτών ήταν ένα: άρεσαν στην παρέα. Ποτέ δεν ήταν κριτήριο ο δημιουργός των τραγουδιών, το πότε γράφτηκε, ποιος το τραγούδησεσε δίσκο ή ότι άλλο. Το μόνο κριτήριο ήταν το γούστο της παρέας.
Κάποιες από αυτές λειτούργησαν για δεκαετίες, κάποιες έκλεισαν, κάποιες λειτουργούν ακόμα. Στα κάστρα της Θεσσαλονίκης, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’40 ξεκίνησε να λειτουργεί η μπακαλοταβέρνα “το Ρεματάκι” που αργότερα ο ιδιοκτήτης της, της έδωσε το όνομα «Η Δόμνα». Εκεί, στο μικρό αυτό ταβερνάκι μαζευόντουσαν για πολλά χρόνια καθημερινοί άνθρωποι της πόλης αλλά και επισκέπτες της για να ζήσουν αυτή την μαγική ατμόσφαιρα της παρέας. Εκεί μαζευόταν και πολλοί φοιτητές και άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών για να σιγοτραγουδήσουν τραγούδια που αλλού ήταν απαγορευμένα. Μέχρι που κάποια στιγμή έφυγε από την ζωή ο ιδιοκτήτης της,ο Τάκης Νικολαΐδης και η ταβέρνα έκλεισε.
Όμως οι μύθοι δεν σβήνουν ποτέ!! Οι απόγονοι του Τάκη, του ιδιοκτήτη της ιστορικής «Δόμνας»,ξανάνοιξαν το μαγαζί για χάρη των φίλων της. Ο Κώστας και ο Χρήστος Νικολαΐδης, το ανοίγουν μόνο κάθε Τρίτη & Σάββατο και μόνο για τους φίλους που αποτελούν τον «Σύλλογο φίλων της Δόμνας».
κείμενο: Θανάσης Ρότσκος